ζωοποιήσει

ζωοποιήσει
ζωοποίησις
making alive
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ζωοποιήσεϊ , ζωοποίησις
making alive
fem dat sg (epic)
ζωοποίησις
making alive
fem dat sg (attic ionic)
ζωοποιέω
make alive
aor subj act 3rd sg (epic)
ζωοποιέω
make alive
fut ind mid 2nd sg
ζωοποιέω
make alive
fut ind act 3rd sg
ζωοποιέω 2
make alive
aor subj act 3rd sg (epic)
ζωοποιέω 2
make alive
fut ind mid 2nd sg
ζωοποιέω 2
make alive
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζῳοποιήσει — ζῳοποιέω 1 aor subj act 3rd sg (epic) ζῳοποιέω 1 fut ind mid 2nd sg ζῳοποιέω 1 fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόμπι — το 1. η θεότητα τού πύθωνα στις λατρείες βουντού 2. η θεότητα τού φιδιού τής τελετουργίας βουντού 3. η υπερφυσική δύναμη που, σύμφωνα με την πίστη τών βουντού, μπορεί να ζωοποιήσει ένα νεκρό σώμα 4. άνθρωπος χωρίς θέληση και ομιλία, ικανός μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”